Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρπακτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αρκτικός
-
ανταλλακτικό
)
Συνώνυμα
λεηλατικό
απατεώνικο
αγριόγατο
3
Αντώνυμα
ειρηνικό
ήπιο
φιλικό
3
Ορισμός
Που αναφέρεται σε κάτι που αρπάζει ή κλέβει.
Που χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα και βιαιότητα.
Που σχετίζεται με αρπακτικά πουλιά.
3
Παραδείγματα
Το αρπακτικό πουλί κυνήγησε το θήραμά του.
Η αρπακτική συμπεριφορά του προκάλεσε φόβο στους γύρω του.
Οι αρπακτικές πρακτικές της εταιρείας κατακρίθηκαν.
3