1. Λέξη
    αρπακτικό (επίθετο) - (παρόμοια: αρκτικός - ανταλλακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • λεηλατικό
    • απατεώνικο
    • αγριόγατο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειρηνικό
    • ήπιο
    • φιλικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που αναφέρεται σε κάτι που αρπάζει ή κλέβει.
    • Που χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα και βιαιότητα.
    • Που σχετίζεται με αρπακτικά πουλιά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το αρπακτικό πουλί κυνήγησε το θήραμά του.
    • Η αρπακτική συμπεριφορά του προκάλεσε φόβο στους γύρω του.
    • Οι αρπακτικές πρακτικές της εταιρείας κατακρίθηκαν.
    3