1. Λέξη
    ανταλλακτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανταλλαγή - εναλλακτικός - μαλακτικό - αρπακτικό - ανταλλάσω - ανταλλάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αντικατάστατο
    • εφεδρικό
    • αναπληρωματικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρχικό
    • πρωτότυπο
    2
  4. Ορισμός
    • Είδος που χρησιμοποιείται ως αντικατάστατο ενός άλλου, συνήθως όταν το αρχικό έχει χαλάσει ή δεν είναι διαθέσιμο.
    • Στοιχείο ή εξάρτημα που μπορεί να αντικαταστήσει ένα άλλο σε μια συσκευή ή μηχανισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έφερα το ανταλλακτικό για το σπασμένο τζάμι του αυτοκινήτου.
    • Το κατάστημα ειδικεύεται στην πώληση ανταλλακτικών για ηλεκτρικές συσκευές.
    2