Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταλλακτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανταλλαγή
-
εναλλακτικός
-
μαλακτικό
-
αρπακτικό
-
ανταλλάσω
-
ανταλλάζω
)
Συνώνυμα
αντικατάστατο
εφεδρικό
αναπληρωματικό
3
Αντώνυμα
αρχικό
πρωτότυπο
2
Ορισμός
Είδος που χρησιμοποιείται ως αντικατάστατο ενός άλλου, συνήθως όταν το αρχικό έχει χαλάσει ή δεν είναι διαθέσιμο.
Στοιχείο ή εξάρτημα που μπορεί να αντικαταστήσει ένα άλλο σε μια συσκευή ή μηχανισμό.
2
Παραδείγματα
Έφερα το ανταλλακτικό για το σπασμένο τζάμι του αυτοκινήτου.
Το κατάστημα ειδικεύεται στην πώληση ανταλλακτικών για ηλεκτρικές συσκευές.
2