1. Λέξη
    αρρωσταίνω (ρήμα) - (παρόμοια: ανασταίνω - αρρωστήσω)
  2. Συνώνυμα
    • ασθενώ
    • νοσώ
    • παθαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιαίνω
    • γιατρεύομαι
    • αντιμετωπίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω άσχημα σωματικά ή ψυχικά, έχω κάποια ασθένεια.
    • Είμαι άρρωστος, πάσχω από κάποια νόσο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αρρώστησε χθες και δεν πήγε στη δουλειά.
    • Όταν αρρωσταίνω, νιώθω πολύ κουρασμένος.
    2