Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρρωσταίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανασταίνω
-
αρρωστήσω
)
Συνώνυμα
ασθενώ
νοσώ
παθαίνω
3
Αντώνυμα
υγιαίνω
γιατρεύομαι
αντιμετωπίζω
3
Ορισμός
Νιώθω άσχημα σωματικά ή ψυχικά, έχω κάποια ασθένεια.
Είμαι άρρωστος, πάσχω από κάποια νόσο.
2
Παραδείγματα
Αρρώστησε χθες και δεν πήγε στη δουλειά.
Όταν αρρωσταίνω, νιώθω πολύ κουρασμένος.
2