Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανασταίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανασαίνω
-
ανασταίνομαι
-
αναστατώνω
-
αναστασία
-
αρρωσταίνω
-
αναστατωθώ
-
ανεβαίνω
-
ανακρίνω
-
αναστολή
-
ζεσταίνω
)
Συνώνυμα
αναβιώνω
αναζωογονώ
αναγεννώ
3
Αντώνυμα
σκοτώνω
καταστρέφω
εξαφανίζω
3
Ορισμός
Επιστρέφω στη ζωή κάποιον ή κάτι που θεωρούνταν νεκρό ή χαμένο.
Δίνω νέα ζωή ή ενέργεια σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο Χριστός, σύμφωνα με τη Βίβλο, αναστήθηκε τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του.
Η νέα διοίκηση κατάφερε να αναστήσει την εταιρεία από την πτώχευσή της.
2