1. Λέξη
    αρσενικό (επίθετο) - (παρόμοια: αρσενικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανδρικός
    • δυνατός
    • γενναίος
    3
  3. Αντώνυμα
    • θηλυκός
    • αδύναμος
    • δειλός
    3
  4. Ορισμός
    • Που ανήκει ή αναφέρεται στο αρσενικό φύλο.
    • Που χαρακτηρίζεται από ισχύ ή γενναιότητα.
    • (γραμματική) Γένος ουσιαστικών, επιθέτων κ.λπ. που δηλώνει αρσενικά πρόσωπα ή πράγματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αδελφός μου είναι ένας αρσενικός άνθρωπος.
    • Η λέξη 'πατέρας' είναι αρσενικού γένους.
    • Έδειξε αρσενική γενναιότητα στην κρίσιμη στιγμή.
    3