Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρσενικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αρσενικός
)
Συνώνυμα
ανδρικός
δυνατός
γενναίος
3
Αντώνυμα
θηλυκός
αδύναμος
δειλός
3
Ορισμός
Που ανήκει ή αναφέρεται στο αρσενικό φύλο.
Που χαρακτηρίζεται από ισχύ ή γενναιότητα.
(γραμματική) Γένος ουσιαστικών, επιθέτων κ.λπ. που δηλώνει αρσενικά πρόσωπα ή πράγματα.
3
Παραδείγματα
Ο αδελφός μου είναι ένας αρσενικός άνθρωπος.
Η λέξη 'πατέρας' είναι αρσενικού γένους.
Έδειξε αρσενική γενναιότητα στην κρίσιμη στιγμή.
3