Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρσενικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αρσενικό
-
αρμονικός
-
ενικός
-
αρχικός
-
γενικός
-
αραβικός
-
αρκτικός
)
Συνώνυμα
ανδρικός
γυναικείος (αντίθετο σε συγκεκριμένα πλαίσια)
δυνατός
3
Αντώνυμα
θηλυκος
αδύναμος
2
Ορισμός
Ανήκει ή αναφέρεται στο αρσενικό φύλο.
Χαρακτηρίζει κάτι που έχει ιδιότητες που παραδοσιακά αποδίδονται στο αρσενικό φύλο, όπως η δύναμη ή η επιθετικότητα.
2
Παραδείγματα
Ο αρσενικός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε.
Η αρσενική ενέργεια του χαρακτήρα του τον έκανε να ξεχωρίσει.
2