1. Λέξη
    αρσενικός (επίθετο) - (παρόμοια: αρσενικό - αρμονικός - ενικός - αρχικός - γενικός - αραβικός - αρκτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανδρικός
    • γυναικείος (αντίθετο σε συγκεκριμένα πλαίσια)
    • δυνατός
    3
  3. Αντώνυμα
    • θηλυκος
    • αδύναμος
    2
  4. Ορισμός
    • Ανήκει ή αναφέρεται στο αρσενικό φύλο.
    • Χαρακτηρίζει κάτι που έχει ιδιότητες που παραδοσιακά αποδίδονται στο αρσενικό φύλο, όπως η δύναμη ή η επιθετικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αρσενικός πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε.
    • Η αρσενική ενέργεια του χαρακτήρα του τον έκανε να ξεχωρίσει.
    2