Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρτηρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αφετηρία
-
αρτηριακός
)
Συνώνυμα
αγγείο
φλέβα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Αγγείο που μεταφέρει αίμα από την καρδιά προς τα διάφορα μέρη του σώματος.
Κύριος δρόμος ή κανάλι μεταφοράς σε ένα δίκτυο ή σύστημα.
2
Παραδείγματα
Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρώπινου σώματος.
Οι αρτηρίες της πόλης είναι οι κύριοι δρόμοι που συνδέουν τα διάφορα τμήματά της.
2