Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρτηριακός (επίθετο) - (παρόμοια:
εργαστηριακός
-
αρτηρία
)
Συνώνυμα
φλεβικός
αγγειακός
2
Αντώνυμα
φλεβικός
φλεβώδης
2
Ορισμός
Σχετικός με τις αρτηρίες.
Αναφερόμενος στις αρτηρίες.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής έπασχε από αρτηριακή υπέρταση.
Η αρτηριακή πίεση πρέπει να μετριέται τακτικά.
2