Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχάριος (επίθετο) - (παρόμοια:
άριος
)
Συνώνυμα
νεόφερτος
άπειρος
αδαής
3
Αντώνυμα
έμπειρος
ειδήμων
εξοικειωμένος
3
Ορισμός
Που δεν έχει εμπειρία ή γνώση σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή δραστηριότητα.
Που βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο ανάπτυξης ή μάθησης.
2
Παραδείγματα
Ο αρχάριος μαθητής δυσκολευόταν να καταλάβει τις βασικές αρχές της φυσικής.
Ένα αρχάριο λάθος που έκανε ήταν να μην διαβάσει τις οδηγίες πριν ξεκινήσει.
2