1. Λέξη
    αρχάριος (επίθετο) - (παρόμοια: άριος)
  2. Συνώνυμα
    • νεόφερτος
    • άπειρος
    • αδαής
    3
  3. Αντώνυμα
    • έμπειρος
    • ειδήμων
    • εξοικειωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει εμπειρία ή γνώση σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή δραστηριότητα.
    • Που βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο ανάπτυξης ή μάθησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αρχάριος μαθητής δυσκολευόταν να καταλάβει τις βασικές αρχές της φυσικής.
    • Ένα αρχάριο λάθος που έκανε ήταν να μην διαβάσει τις οδηγίες πριν ξεκινήσει.
    2