1. Λέξη
    άριος (επίθετο) - (παρόμοια: μάριος - άγριος - άρι - άριστος - αρχάριος - μακάριος)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετικός
    • υπέροχος
    • καταπληκτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • άθλιος
    • άσχημος
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ καλός, εξαιρετικός.
    • Αξιοθαύμαστος, που ξεχωρίζει για τη θετική του ποιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός σήμερα είναι άριος για μια βόλτα.
    • Έκανε μια άρια εργασία στο σχολείο.
    2