Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
αρχικός
)
Συνώνυμα
πρωτόγονα
πρωταρχικά
απ' την αρχή
3
Αντώνυμα
τελικά
στο τέλος
υστερικά
3
Ορισμός
Στην αρχή μιας διαδικασίας ή κατάστασης.
Από την πρώτη στιγμή ή στάδιο.
2
Παραδείγματα
Αρχικά, δεν ήθελα να πάω, αλλά μετά άλλαξα γνώμη.
Η εργασία ήταν δύσκολη αρχικά, αλλά με την πρακτική έγινε ευκολότερη.
2