1. Λέξη
    αρχικά (επίρρημα) - (παρόμοια: αρχικός)
  2. Συνώνυμα
    • πρωτόγονα
    • πρωταρχικά
    • απ' την αρχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • τελικά
    • στο τέλος
    • υστερικά
    3
  4. Ορισμός
    • Στην αρχή μιας διαδικασίας ή κατάστασης.
    • Από την πρώτη στιγμή ή στάδιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αρχικά, δεν ήθελα να πάω, αλλά μετά άλλαξα γνώμη.
    • Η εργασία ήταν δύσκολη αρχικά, αλλά με την πρακτική έγινε ευκολότερη.
    2