Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αναρχικός
-
αυταρχικός
-
αρχικά
-
αρχιμηχανικός
-
πρωταρχικός
-
πειθαρχικός
-
αρκτικός
-
αραβικός
-
αρνητικός
-
αρσενικός
-
αρμονικός
-
αρωματικός
)
Συνώνυμα
πρωταρχικός
πρωτόγονος
βασικός
3
Αντώνυμα
τελικός
τελευταίος
τελειοποιημένος
3
Ορισμός
που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχή
που υπάρχει ή συμβαίνει πρώτος στη σειρά
που χαρακτηρίζεται από απλότητα και έλλειψη πολυπλοκότητας
3
Παραδείγματα
Η αρχική ιδέα του έργου ήταν πολύ διαφορετική.
Ο αρχικός σχεδιασμός άλλαξε ριζικά μετά από τις νέες αναλύσεις.
Η αρχική έκδοση του κειμένου δεν περιείχε αυτές τις λεπτομέρειες.
3