Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασθενοφόρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ασθενής
)
Συνώνυμα
αυτοκίνητο ασθενοφόρο
νοσοκομειακό όχημα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ασθενών ή τραυματιών σε νοσοκομείο ή άλλη ιατρική μονάδα.
Ειδικό όχημα εξοπλισμένο με ιατρικό εξοπλισμό για την παροχή πρώτων βοηθειών και τη μεταφορά ασθενών.
2
Παραδείγματα
Το ασθενοφόρο έφτασε γρήγορα στη σκηνή του ατυχήματος.
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές στο ασθενοφόρο παρείχαν άμεση ιατρική βοήθεια.
2