Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασθενής (επίθετο) - (παρόμοια:
ψυχασθενής
-
αγενής
-
ασθενοφόρο
)
Συνώνυμα
αδύναμος
αρρώστης
ανίσχυρος
3
Αντώνυμα
δυνατός
υγιής
ισχυρός
3
Ορισμός
Που δεν έχει αρκετή δύναμη ή υγεία.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενέργειας ή αντοχής.
Που δεν είναι ικανός να αντισταθεί σε εξωτερικές επιρροές ή πιέσεις.
3
Παραδείγματα
Ο ασθενής άνθρωπος χρειάζεται ιατρική φροντίδα.
Η ασθενής οικονομία της χώρας απαιτεί άμεσες παρεμβάσεις.
Μετά την ασθένεια, ένιωθε πολύ ασθενής και χρειαζόταν ξεκούραση.
3