1. Λέξη
    αστακός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αστικός - αστρικός)
  2. Συνώνυμα
    • καραβίδα
    • μακρούλα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο θαλάσσιο καρκινοειδές με δυνατά δαγκάνια και σκληρό κέλυφος, που θεωρείται λιχουδιά.
    • Ζώο που ανήκει στην οικογένεια των Νεφροπίδων και ζει κυρίως σε βραχώδεις θαλάσσιες περιοχές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αστακός είναι ένα πολύ ακριβό θαλασσινό προϊόν.
    • Στο εστιατόριο παραγγείλαμε αστακό με βούτυρο και σκόρδο.
    2