1. Λέξη
    αστικός (επίθετο) - (παρόμοια: αστρικός - αηδιαστικός - ασιατικός - ασφαλιστικός - πλαστικός - σπαστικός - δραστικός - αναγκαστικός - βιαστικός - ακουστικός - δικαστικός - περαστικός - ωστικός - αστακός - αιφνιδιαστικός - φανταστικός - κουραστικός - σαρκαστικός - ουσιαστικός - αγωνιστικός - σχολαστικός - εορταστικός - υπεραστικός - δελεαστικός - αστυνομικός - μυστικός - αρκτικός - αντανακλαστικός - αρραβωνιαστικός - ανατριχιαστικός - απολαυστικός - φρικιαστικός - δοκιμαστικός - απελπιστικός - αμυντικός - πιεστικός - γευστικός - εθιστικός - αιρετικός - ανεκτικός - πειστικός - αρνητικός - αθλητικός - οριστικός - ολιστικός - αγροτικός - αγχωτικός - αποκρουστικός - ντροπιαστικός - αναπνευστικός - διαδικαστικός - ανθρωπιστικός - αποκλειστικός - αποφασιστικός - ριζοσπαστικός - συναρπαστικός - ανθεκτικός - λογιστικός - σεξιστικός - ατλαντικός - εγωιστικός - αναλυτικός - μεθυστικός - απωθητικός - αλιευτικός - χαριστικός - αποδοτικός - ναζιστικός - αρωματικός - αυθεντικός - ελκυστικός - διασκεδαστικός - εκκλησιαστικός - καθησυχαστικός - αναγνωριστικός - ανταγωνιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • πολιτικός
    • κοινωνικός
    • πολεοδομικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγροτικός
    • επαρχιακός
    • απομονωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την πόλη ή τη ζωή σε αυτήν.
    • Που ανήκει ή χαρακτηρίζει την αστική τάξη.
    • Που αναφέρεται στη διοίκηση ή την οργάνωση μιας πόλης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η αστική ζωή είναι γεμάτη δραστηριότητες και ευκαιρίες.
    • Ο αστικός ιστός της πόλης είναι πολύπλοκος και καλά οργανωμένος.
    • Οι αστικές υποδομές περιλαμβάνουν δρόμους, νοσοκομεία και σχολεία.
    3