Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αστρικός
-
αηδιαστικός
-
ασιατικός
-
ασφαλιστικός
-
πλαστικός
-
σπαστικός
-
δραστικός
-
αναγκαστικός
-
βιαστικός
-
ακουστικός
-
δικαστικός
-
περαστικός
-
ωστικός
-
αστακός
-
αιφνιδιαστικός
-
φανταστικός
-
κουραστικός
-
σαρκαστικός
-
ουσιαστικός
-
αγωνιστικός
-
σχολαστικός
-
εορταστικός
-
υπεραστικός
-
δελεαστικός
-
αστυνομικός
-
μυστικός
-
αρκτικός
-
αντανακλαστικός
-
αρραβωνιαστικός
-
ανατριχιαστικός
-
απολαυστικός
-
φρικιαστικός
-
δοκιμαστικός
-
απελπιστικός
-
αμυντικός
-
πιεστικός
-
γευστικός
-
εθιστικός
-
αιρετικός
-
ανεκτικός
-
πειστικός
-
αρνητικός
-
αθλητικός
-
οριστικός
-
ολιστικός
-
αγροτικός
-
αγχωτικός
-
αποκρουστικός
-
ντροπιαστικός
-
αναπνευστικός
-
διαδικαστικός
-
ανθρωπιστικός
-
αποκλειστικός
-
αποφασιστικός
-
ριζοσπαστικός
-
συναρπαστικός
-
ανθεκτικός
-
λογιστικός
-
σεξιστικός
-
ατλαντικός
-
εγωιστικός
-
αναλυτικός
-
μεθυστικός
-
απωθητικός
-
αλιευτικός
-
χαριστικός
-
αποδοτικός
-
ναζιστικός
-
αρωματικός
-
αυθεντικός
-
ελκυστικός
-
διασκεδαστικός
-
εκκλησιαστικός
-
καθησυχαστικός
-
αναγνωριστικός
-
ανταγωνιστικός
)
Συνώνυμα
πολιτικός
κοινωνικός
πολεοδομικός
3
Αντώνυμα
αγροτικός
επαρχιακός
απομονωμένος
3
Ορισμός
Σχετικός με την πόλη ή τη ζωή σε αυτήν.
Που ανήκει ή χαρακτηρίζει την αστική τάξη.
Που αναφέρεται στη διοίκηση ή την οργάνωση μιας πόλης.
3
Παραδείγματα
Η αστική ζωή είναι γεμάτη δραστηριότητες και ευκαιρίες.
Ο αστικός ιστός της πόλης είναι πολύπλοκος και καλά οργανωμένος.
Οι αστικές υποδομές περιλαμβάνουν δρόμους, νοσοκομεία και σχολεία.
3