Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αστυνομικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αστυνομία
-
αστικός
-
νομικός
-
αστρικός
-
ατομικός
)
Συνώνυμα
αστυνόμος
χωροφύλακας
2
Αντώνυμα
εγκληματίας
παραβάτης
2
Ορισμός
Επίσημος υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη διερεύνηση εγκλημάτων και την επιβολή του νόμου.
Μέλος της αστυνομικής δύναμης που έχει εξουσίες σύμφωνα με το νόμο.
2
Παραδείγματα
Ο αστυνομικός συνέλαβε τον κλέφτη που έκλεψε το πορτοφόλι της κυρίας.
Ο αστυνομικός έδωσε οδηγίες στους οδηγούς για να αποφευχθεί η κίνηση.
2