Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αστυνόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπαστυνόμος
-
αστρονόμος
-
ΑΣΤΥ
)
Συνώνυμα
αστυφύλακας
αστυνομικός
χωροφύλακας
3
Αντώνυμα
εγκληματίας
παραβάτης
2
Ορισμός
Επίσημος υπάλληλος της αστυνομίας που έχει την ευθύνη να επιβάλλει τον νόμο και να διατηρεί την τάξη.
Άτομο που εργάζεται στην αστυνομία και έχει εξουσίες να συλλαμβάνει και να ερευνά.
2
Παραδείγματα
Ο αστυνόμος έκανε περιπολία στους δρόμους της πόλης.
Ο αστυνόμος ζήτησε ταυτότητα από τον ύποπτο.
2