1. Λέξη
    υπαστυνόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αστυνόμος)
  2. Συνώνυμα
    • αστυνομικός
    • αξιωματικός
    • επιθεωρητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολίτης
    • αστυνομία
    2
  4. Ορισμός
    • Αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του αστυνόμου και κατώτερο του επιθεωρητή.
    • Άτομο που κατέχει συγκεκριμένο αστυνομικό βαθμό και έχει ευθύνες στη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπαστυνόμος διερεύνησε την υπόθεση με μεγάλη προσοχή.
    • Ο νέος υπαστυνόμος ανέλαβε καθήκοντα στο αστυνομικό τμήμα της πόλης.
    2