Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασυλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ασχολία
)
Συνώνυμα
προστασία
άσυλο
προστατευτικότητα
3
Αντώνυμα
εκτέλεση
καταδίωξη
δίωξη
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι προστατευμένο από κίνδυνο ή ζημιά.
Το δικαίωμα που παρέχεται σε κάποιον να μην διώκεται ή να μην τιμωρείται για συγκεκριμένες πράξεις.
2
Παραδείγματα
Ο πολιτικός πρόσφυγας ζήτησε ασυλία στη χώρα μας.
Η διπλωματική ασυλία προστατεύει τους πρεσβευτές από νομικές διώξεις.
2