1. Λέξη
    ασυλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ασχολία)
  2. Συνώνυμα
    • προστασία
    • άσυλο
    • προστατευτικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκτέλεση
    • καταδίωξη
    • δίωξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι προστατευμένο από κίνδυνο ή ζημιά.
    • Το δικαίωμα που παρέχεται σε κάποιον να μην διώκεται ή να μην τιμωρείται για συγκεκριμένες πράξεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολιτικός πρόσφυγας ζήτησε ασυλία στη χώρα μας.
    • Η διπλωματική ασυλία προστατεύει τους πρεσβευτές από νομικές διώξεις.
    2