1. Λέξη
    ασχολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ασχοληθώ - ασυλία - ασχολούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • απασχόληση
    • δουλειά
    • εργασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεργία
    • αδράνεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η δραστηριότητα κατά την οποία κάποιος είναι απασχολημένος ή ασχολείται με κάτι.
    • Το αντικείμενο ή το θέμα στο οποίο κάποιος επικεντρώνει την προσοχή του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ασχολία του με τη ζωγραφική του προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση.
    • Η κύρια ασχολία της είναι η διδασκαλία.
    2