Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασχολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ασχοληθώ
-
ασυλία
-
ασχολούμαι
)
Συνώνυμα
απασχόληση
δουλειά
εργασία
3
Αντώνυμα
ανεργία
αδράνεια
2
Ορισμός
Η κατάσταση ή η δραστηριότητα κατά την οποία κάποιος είναι απασχολημένος ή ασχολείται με κάτι.
Το αντικείμενο ή το θέμα στο οποίο κάποιος επικεντρώνει την προσοχή του.
2
Παραδείγματα
Η ασχολία του με τη ζωγραφική του προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση.
Η κύρια ασχολία της είναι η διδασκαλία.
2