1. Λέξη
    ασχοληθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ασχολία)
  2. Συνώνυμα
    • απασχολούμαι
    • καταπιάνομαι
    • επιμελούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Ενδιαφέρομαι για κάτι και αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε αυτό.
    • Ασχολούμαι επαγγελματικά ή ως χόμπι με κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική όταν ήμουν νέος.
    • Πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με την προστασία του περιβάλλοντος.
    2