Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασχοληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ασχολία
)
Συνώνυμα
απασχολούμαι
καταπιάνομαι
επιμελούμαι
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αμελώ
2
Ορισμός
Ενδιαφέρομαι για κάτι και αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε αυτό.
Ασχολούμαι επαγγελματικά ή ως χόμπι με κάτι.
2
Παραδείγματα
Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική όταν ήμουν νέος.
Πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με την προστασία του περιβάλλοντος.
2