1. Λέξη
    ατέλειωτος (επίθετο) - (παρόμοια: ατέλεια)
  2. Συνώνυμα
    • ατελείωτος
    • ασταμάτητος
    • απέραντος
    • ακατάπαυστος
    4
  3. Αντώνυμα
    • πεπερασμένος
    • τελειωμένος
    • οριστικός
    • περατωμένος
    4
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει τέλος ή δεν μπορεί να τελειώσει.
    • Που συνεχίζεται χωρίς διακοπή.
    • Που φαίνεται να μην έχει όρια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ατέλειωτος βρόχος του χρόνου με κάνει να νιώθω μικρός.
    • Η ατέλειωτη συζήτηση τους δεν οδήγησε πουθενά.
    • Ένας ατέλειωτος ορίζοντας απλωνόταν μπροστά μας.
    3