Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ατέλειωτος (επίθετο) - (παρόμοια:
ατέλεια
)
Συνώνυμα
ατελείωτος
ασταμάτητος
απέραντος
ακατάπαυστος
4
Αντώνυμα
πεπερασμένος
τελειωμένος
οριστικός
περατωμένος
4
Ορισμός
Που δεν έχει τέλος ή δεν μπορεί να τελειώσει.
Που συνεχίζεται χωρίς διακοπή.
Που φαίνεται να μην έχει όρια.
3
Παραδείγματα
Ο ατέλειωτος βρόχος του χρόνου με κάνει να νιώθω μικρός.
Η ατέλειωτη συζήτηση τους δεν οδήγησε πουθενά.
Ένας ατέλειωτος ορίζοντας απλωνόταν μπροστά μας.
3