1. Λέξη
    ατέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τέλεια - ατέλειωτος - αμέλεια - συντέλεια - πολυτέλεια)
  2. Συνώνυμα
    • ατέλειωτο
    • ανολοκλήρωτο
    • ημιτελές
    3
  3. Αντώνυμα
    • τέλειο
    • ολοκληρωμένο
    • τελειωμένο
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση του να μην έχει ολοκληρωθεί ή να μην έχει φτάσει στην τελική του μορφή.
    • Η έλλειψη τελειότητας ή πληρότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το έργο παρέμεινε σε κατάσταση ατέλειας λόγω έλλειψης χρημάτων.
    • Η ατέλεια του σχεδίου έκανε δύσκολη την υλοποίησή του.
    2