Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ατέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τέλεια
-
ατέλειωτος
-
αμέλεια
-
συντέλεια
-
πολυτέλεια
)
Συνώνυμα
ατέλειωτο
ανολοκλήρωτο
ημιτελές
3
Αντώνυμα
τέλειο
ολοκληρωμένο
τελειωμένο
3
Ορισμός
Η κατάσταση του να μην έχει ολοκληρωθεί ή να μην έχει φτάσει στην τελική του μορφή.
Η έλλειψη τελειότητας ή πληρότητας.
2
Παραδείγματα
Το έργο παρέμεινε σε κατάσταση ατέλειας λόγω έλλειψης χρημάτων.
Η ατέλεια του σχεδίου έκανε δύσκολη την υλοποίησή του.
2