Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυστηρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
αυστηρός
)
Συνώνυμα
αυταρχικά
αποφασιστικά
αμετάκλητα
3
Αντώνυμα
επιεικώς
προσεκτικά
με επιείκεια
3
Ορισμός
Με αυστηρότητα, χωρίς ευελιξία ή επιείκεια.
Με αυστηρό τρόπο, χωρίς παραχώρηση ή υποχώρηση.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος επέβαλε αυστηρά τα σχολικά κανόνια.
Η εταιρεία εφάρμοσε αυστηρά τα μέτρα ασφαλείας.
2