1. Λέξη
    αυστηρά (επίρρημα) - (παρόμοια: αυστηρός)
  2. Συνώνυμα
    • αυταρχικά
    • αποφασιστικά
    • αμετάκλητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιεικώς
    • προσεκτικά
    • με επιείκεια
    3
  4. Ορισμός
    • Με αυστηρότητα, χωρίς ευελιξία ή επιείκεια.
    • Με αυστηρό τρόπο, χωρίς παραχώρηση ή υποχώρηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος επέβαλε αυστηρά τα σχολικά κανόνια.
    • Η εταιρεία εφάρμοσε αυστηρά τα μέτρα ασφαλείας.
    2