1. Λέξη
    αυστηρός (επίθετο) - (παρόμοια: αυστηρά - αυστραλός - αιματηρός)
  2. Συνώνυμα
    • αγέρωχος
    • σκληρός
    • αμετάπειστος
    • αδιάλλακτος
    4
  3. Αντώνυμα
    • επιεικής
    • πράος
    • ευγενικός
    • ελαστικός
    4
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα ή σκληρότητα.
    • Που δεν επιτρέπει καμία αποκλίση από τους κανόνες ή τις αρχές.
    • Που δεν δείχνει καμία επιείκεια ή ευεξία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός με τους κανόνες της τάξης.
    • Η αυστηρή δίαιτα δεν του επέτρεπε να φάει γλυκά.
    • Οι αυστηροί νόμοι της χώρας αφήνουν λίγο περιθώριο για παραβάσεις.
    3