1. Λέξη
    αυτοκράτειρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αυτοκράτορας)
  2. Συνώνυμα
    • βασίλισσα
    • αρχόντισσα
    • δεσπότις
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπήκοος
    • υποτελής
    • δούλος
    3
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που ασκεί την ανώτατη εξουσία σε μια αυτοκρατορία.
    • Η σύζυγος ή η χήρα ενός αυτοκράτορα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα ήταν μία από τις πιο ισχυρές γυναίκες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
    • Η αυτοκράτειρα της Ιαπωνίας είναι σύμβολο της ενότητας του έθνους.
    2