Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτοκράτορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αυτοκράτειρα
-
αυτοκρατορία
)
Συνώνυμα
βασιλιάς
αρχηγός
ηγέτης
3
Αντώνυμα
υπήκοος
υποτελής
υποτακτικός
3
Ορισμός
Ανώτατος ηγεμόνας σε μια αυτοκρατορία, που συνήθως κληρονομεί τη θέση του.
Πρόσωπο με απόλυτη εξουσία ή επιρροή σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
2
Παραδείγματα
Ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας θεωρείται σύμβολο της ενότητας του έθνους.
Στην αρχαία Ρώμη, ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος διοικητής του στρατού και της πολιτείας.
2