Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτοκρατορικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αυτοκρατορία
-
αυτοκινητικός
-
αριστοκρατικός
)
Συνώνυμα
βασιλικός
αυθεντικός
μεγαλειώδης
3
Αντώνυμα
ταπεινός
ασήμαντος
δημοκρατικός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με αυτοκράτορα ή αυτοκρατορία
που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα
που έχει απόλυτη εξουσία ή έλεγχο
3
Παραδείγματα
Η αυτοκρατορική πομπή του βασιλιά εντυπωσίασε όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο αυτοκρατορικός θησαυρός περιείχε αμέτρητα πολύτιμα αντικείμενα.
Η αυτοκρατορική του συμπεριφορά τον έκανε αντιπαθή στους υπηκόους του.
3