Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτοκινητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αυτοκινητιστικό
-
αυτοκινητοπομπή
-
συγκινητικός
-
αρνητικός
-
αυτοκινητόδρομος
-
αυτοκρατορικός
)
Συνώνυμα
μηχανοκίνητος
αυτοκίνητος
2
Αντώνυμα
χειροκίνητος
ποδήλατος
2
Ορισμός
Σχετικός με τα αυτοκίνητα ή την κίνηση τους.
Που λειτουργεί με μηχανισμό αυτοκινήτου.
2
Παραδείγματα
Ο αυτοκινητικός κλάδος έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Η αυτοκινητική βιομηχανία παράγει νέα μοντέλα κάθε χρόνο.
2