Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτοπυροβολούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πυροβολούμαι
-
αυτοαποκαλούμαι
)
Συνώνυμα
αυτοκτονώ
αυτοεκτελούμαι
αφαιρώ τη ζωή μου
3
Αντώνυμα
ζω
επιβιώνω
διατηρώ τη ζωή μου
3
Ορισμός
Πράξη κατά την οποία ένα άτομο σκοτώνει τον εαυτό του εκ προθέσεως, συνήθως με πυροβολισμό.
Μεταφορικά, η καταστροφή ή η βλάβη του εαυτού μου μέσω πράξεων ή αποφάσεων.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης αποφάσισε να αυτοπυροβοληθεί παρά να πιαστεί αιχμάλωτος.
Με τις κακές του επιλογές, ουσιαστικά αυτοπυροβολήθηκε επαγγελματικά.
2