Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροβολούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αυτοπυροβολούμαι
-
πυροβολω
-
πυροβολώ
-
πυροβολικό
-
πυροβολήσω
-
πωλούμαι
-
πυροβολισμός
)
Συνώνυμα
πυροβολώ
ρίχνω
πυροδοτώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
αποτρέπω
3
Ορισμός
Να εκτοξεύω βλήματα ή σφαίρες με όπλο.
Να πυροδοτώ εκρηκτικά.
Να επιτίθεμαι με πυρά.
3
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης πυροβολήθηκε κατά λάθος κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Οι τρομοκράτες πυροβολήθηκαν εναντίον του κτιρίου.
Οι αστυνομικοί πυροβολήθηκαν όταν προσπάθησαν να συλλάβουν τον ύποπτο.
3