1. Συνώνυμα
    • πυροβολώ
    • ρίχνω
    • πυροδοτώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απέχω
    • αποτρέπω
    3
  3. Ορισμός
    • Να εκτοξεύω βλήματα ή σφαίρες με όπλο.
    • Να πυροδοτώ εκρηκτικά.
    • Να επιτίθεμαι με πυρά.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης πυροβολήθηκε κατά λάθος κατά τη διάρκεια της άσκησης.
    • Οι τρομοκράτες πυροβολήθηκαν εναντίον του κτιρίου.
    • Οι αστυνομικοί πυροβολήθηκαν όταν προσπάθησαν να συλλάβουν τον ύποπτο.
    3