Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφήνει (ρήμα) - (παρόμοια:
αφήνεις
-
αφήνω
-
αφή
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπει
αποχωρεί
παρατάει
3
Αντώνυμα
μένει
επιστρέφει
συνεχίζει
3
Ορισμός
Να σταματήσει να είναι παρών σε ένα μέρος ή να εγκαταλείψει κάποιον ή κάτι.
Να επιτρέψει σε κάποιον ή κάτι να παραμείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας αφήνει το παιδί του στο σχολείο κάθε πρωί.
Μην αφήνεις την πόρτα ανοιχτή.
2