1. Λέξη
    αφήνει (ρήμα) - (παρόμοια: αφήνεις - αφήνω - αφή)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπει
    • αποχωρεί
    • παρατάει
    3
  3. Αντώνυμα
    • μένει
    • επιστρέφει
    • συνεχίζει
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσει να είναι παρών σε ένα μέρος ή να εγκαταλείψει κάποιον ή κάτι.
    • Να επιτρέψει σε κάποιον ή κάτι να παραμείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας αφήνει το παιδί του στο σχολείο κάθε πρωί.
    • Μην αφήνεις την πόρτα ανοιχτή.
    2