Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφήνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αφήνει
-
αφή
-
αφήνεις
-
φήνω
-
αφήνομαι
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
παρατώ
αποχωρώ
3
Αντώνυμα
κρατώ
κρατάω
διατηρώ
3
Ορισμός
Να σταματήσω να κρατώ κάτι ή να το έχω στη κατοχή μου.
Να απομακρυνθώ από ένα μέρος ή μια κατάσταση.
Να επιτρέψω κάτι να συμβεί ή να υπάρξει.
3
Παραδείγματα
Αφήνω το βιβλίο στο τραπέζι.
Αφήνω την εργασία μου και φεύγω για διακοπές.
Αφήνω τα παιδιά να παίξουν στο πάρκο.
3