1. Λέξη
    αφήνω (ρήμα) - (παρόμοια: αφήνει - αφή - αφήνεις - φήνω - αφήνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    • αποχωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • κρατάω
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσω να κρατώ κάτι ή να το έχω στη κατοχή μου.
    • Να απομακρυνθώ από ένα μέρος ή μια κατάσταση.
    • Να επιτρέψω κάτι να συμβεί ή να υπάρξει.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αφήνω το βιβλίο στο τραπέζι.
    • Αφήνω την εργασία μου και φεύγω για διακοπές.
    • Αφήνω τα παιδιά να παίξουν στο πάρκο.
    3