Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφήσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
αφήσω
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
παρατώ
αποχωρώ
3
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
συνεχίζω
3
Ορισμός
Να σταματήσει να κρατάει κάτι ή να φροντίζει κάτι.
Να αφήσει κάτι πίσω χωρίς να το πάρει μαζί του.
Να επιτρέψει σε κάποιον ή κάτι να μείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Αφήσαν το σπίτι τους και έφυγαν για διακοπές.
Δεν μπορούσε να αφήσει την ιδέα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Αφήσαν τα παιδιά τους στο σχολείο και πήγαν στη δουλειά.
3