1. Λέξη
    αφήσουν (ρήμα) - (παρόμοια: αφήσω)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    • αποχωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • διατηρώ
    • συνεχίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσει να κρατάει κάτι ή να φροντίζει κάτι.
    • Να αφήσει κάτι πίσω χωρίς να το πάρει μαζί του.
    • Να επιτρέψει σε κάποιον ή κάτι να μείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αφήσαν το σπίτι τους και έφυγαν για διακοπές.
    • Δεν μπορούσε να αφήσει την ιδέα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
    • Αφήσαν τα παιδιά τους στο σχολείο και πήγαν στη δουλειά.
    3