Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αφή
-
αφήσουν
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
παρατώ
αφήνω
3
Αντώνυμα
κρατώ
κρατάω
διατηρώ
3
Ορισμός
Να σταματήσω να κρατώ κάτι ή να φροντίζω κάτι.
Να μην συνεχίσω μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αφήσαμε το σπίτι νωρίς το πρωί.
Δεν μπορώ να αφήσω αυτή την ευκαιρία να περάσει.
2