1. Λέξη
    αφαλός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απαλός)
  2. Συνώνυμα
    • πλωτήρας
    • σωσίβιο
    2
  3. Αντώνυμα
    • βυθιστήρας
    • βάρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό αντικείμενο που επιπλέει στο νερό και χρησιμεύει για να υποδεικνύει μια θέση ή να παρέχει υποστήριξη.
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται για να κρατά ένα άτομο ή αντικείμενο επιπλέοντας στο νερό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αφαλός έδειχνε το σημείο όπου έπρεπε να ρίξουμε την άγκυρα.
    • Οι κολυμβητές χρησιμοποίησαν αφαλούς για να επιπλέουν.
    2