Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαλός (επίθετο) - (παρόμοια:
απαλά
-
απλός
-
αφαλός
-
απαλύνω
)
Συνώνυμα
μαλακός
τρυφερός
ήπιος
3
Αντώνυμα
σκληρός
αγενής
απότομος
3
Ορισμός
Εύκολος στην πίεση ή στην παραμόρφωση, χωρίς να σπάσει.
Που χαρακτηρίζεται από ευγένεια και ευαισθησία.
2
Παραδείγματα
Το απαλό πάπλωμα ήταν πολύ άνετο.
Η απαλή φωνή της με καθησύχασε.
2