Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφανίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαφανίζω
-
εμφανίζω
)
Συνώνυμα
εξαφανίζω
καταστρέφω
σβήνω
3
Αντώνυμα
δημιουργώ
ανακαλύπτω
διατηρώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να εξαφανιστεί, να μην είναι πλέον ορατό ή να μην υπάρχει.
Καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά.
Σβήνω ή εξαλείφω κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος αφάνισε τα σύννεφα και ο ουρανός έγινε καθαρός.
Η πυρκαγιά αφάνισε ολόκληρο το δάσος σε λίγες ώρες.
Ο δάσκαλος αφάνισε τα λάθη από τον πίνακα.
3