1. Λέξη
    αφανίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξαφανίζω - εμφανίζω)
  2. Συνώνυμα
    • εξαφανίζω
    • καταστρέφω
    • σβήνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δημιουργώ
    • ανακαλύπτω
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να εξαφανιστεί, να μην είναι πλέον ορατό ή να μην υπάρχει.
    • Καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά.
    • Σβήνω ή εξαλείφω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος αφάνισε τα σύννεφα και ο ουρανός έγινε καθαρός.
    • Η πυρκαγιά αφάνισε ολόκληρο το δάσος σε λίγες ώρες.
    • Ο δάσκαλος αφάνισε τα λάθη από τον πίνακα.
    3