Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαφανίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαφανίσω
-
εξαφανίζομαι
-
αφανίζω
-
εμφανίζω
-
εξαφανιστώ
-
εξατμίζω
)
Συνώνυμα
χάνομαι
σβήνω
αφανίζομαι
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
εμφανίζω
προβάλλω
3
Ορισμός
Να παύω να είμαι ορατός ή να υπάρχω.
Να κάνω κάτι να παύσει να είναι ορατό ή να υπάρχει.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από τα σύννεφα.
Οι αρχαιολόγοι εξαφάνισαν τα ευρήματα για να τα προστατεύσουν.
2