Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφοσιωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αφοσιωμένος
-
αφοσιώνω
)
Συνώνυμα
αφιερώνομαι
εξιδανικεύω
προσηλώνομαι
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
αμελώ
παραμελώ
3
Ορισμός
Εκδηλώνω μεγάλη αφοσίωση ή αφιέρωση σε κάποιον ή κάτι.
Αφιερώνω τον εαυτό μου πλήρως σε μια δραστηριότητα ή ιδέα.
2
Παραδείγματα
Αφοσιώθηκε στη μελέτη της ιστορίας.
Η μητέρα αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή των παιδιών της.
2