Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφοσιωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αφιερωμένος
-
πιωμένος
-
αφοσιωθώ
-
αγχωμένος
-
αφηρημένος
)
Συνώνυμα
αφοσιωμένος
αφιερωμένος
προσηλωμένος
αποτεθειμένος
4
Αντώνυμα
αδιάφορος
αμέριμνος
απρόσεκτος
3
Ορισμός
Που έχει αφοσιωθεί σε κάτι ή κάποιον, που δίνει μεγάλη προσοχή και αφοσίωση.
Που είναι αφιερωμένος σε μια δουλειά, ιδέα ή πρόσωπο με πλήρη αφοσίωση.
2
Παραδείγματα
Είναι ένας αφοσιωμένος δάσκαλος που αγαπά τη δουλειά του.
Έχει πάντα αφοσιωμένη στάση απέναντι στην οικογένειά του.
2