1. Λέξη
    αφοσιωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: αφιερωμένος - πιωμένος - αφοσιωθώ - αγχωμένος - αφηρημένος)
  2. Συνώνυμα
    • αφοσιωμένος
    • αφιερωμένος
    • προσηλωμένος
    • αποτεθειμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδιάφορος
    • αμέριμνος
    • απρόσεκτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει αφοσιωθεί σε κάτι ή κάποιον, που δίνει μεγάλη προσοχή και αφοσίωση.
    • Που είναι αφιερωμένος σε μια δουλειά, ιδέα ή πρόσωπο με πλήρη αφοσίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι ένας αφοσιωμένος δάσκαλος που αγαπά τη δουλειά του.
    • Έχει πάντα αφοσιωμένη στάση απέναντι στην οικογένειά του.
    2