1. Λέξη
    βαθμίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βαθμός)
  2. Συνώνυμα
    • σκαλοπάτι
    • σκαλί
    • επίπεδο
    • βάθρο
    4
  3. Αντώνυμα
    • απέραντο
    • άβυσσος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρή υπερυψωμένη πλατφόρμα ή σκαλοπάτι που χρησιμοποιείται για να ανεβεί κάποιος ή για να τοποθετηθεί κάτι πάνω της.
    • Κάθε ένα από τα επίπεδα ή τα στάδια μιας διαδικασίας ή μιας ιεραρχίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος στάθηκε πάνω στη βαθμίδα για να μπορέσουν όλοι οι μαθητές να τον δουν.
    • Η προαγωγή του στη νέα βαθμίδα της καριέρας του ήταν αναμενόμενη.
    2