Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαθμίδα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βαθμός
)
Συνώνυμα
σκαλοπάτι
σκαλί
επίπεδο
βάθρο
4
Αντώνυμα
απέραντο
άβυσσος
2
Ορισμός
Μικρή υπερυψωμένη πλατφόρμα ή σκαλοπάτι που χρησιμοποιείται για να ανεβεί κάποιος ή για να τοποθετηθεί κάτι πάνω της.
Κάθε ένα από τα επίπεδα ή τα στάδια μιας διαδικασίας ή μιας ιεραρχίας.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος στάθηκε πάνω στη βαθμίδα για να μπορέσουν όλοι οι μαθητές να τον δουν.
Η προαγωγή του στη νέα βαθμίδα της καριέρας του ήταν αναμενόμενη.
2