1. Λέξη
    βανδαλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βασανισμός)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφή
    • ζημιά
    • αποβλάκωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστασία
    • συντήρηση
    • επισκευή
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της καταστροφής ή βλάβης δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας με σκοπό τη δημιουργία προβλημάτων ή την έκφραση διαμαρτυρίας.
    • Η εσκεμμένη βλάβη ή καταστροφή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βανδαλισμός στα δημόσια μέσα μεταφοράς αυξάνει συνεχώς.
    • Οι βανδαλισμοί στα σχολεία οδήγησαν σε αυστηρότερους ελέγχους.
    2