Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βανδαλισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βασανισμός
)
Συνώνυμα
καταστροφή
ζημιά
αποβλάκωση
3
Αντώνυμα
προστασία
συντήρηση
επισκευή
3
Ορισμός
Η πράξη της καταστροφής ή βλάβης δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας με σκοπό τη δημιουργία προβλημάτων ή την έκφραση διαμαρτυρίας.
Η εσκεμμένη βλάβη ή καταστροφή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλους.
2
Παραδείγματα
Ο βανδαλισμός στα δημόσια μέσα μεταφοράς αυξάνει συνεχώς.
Οι βανδαλισμοί στα σχολεία οδήγησαν σε αυστηρότερους ελέγχους.
2