1. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρία
    • δυσφορία
    • πόνος
    • ταλαιπωρία
    4
  2. Αντώνυμα
    • ανάπαυση
    • ανακούφιση
    • ευτυχία
    • ηρεμία
    4
  3. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η κατάσταση του βασανισμού, δηλαδή η επίμονη και σκληρή ταλαιπωρία, είτε σωματική είτε ψυχική.
    • Μεταφορικά, η έντονη ψυχική δυσφορία ή αγωνία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν σκληρό βασανισμό.
    • Η απώλεια του αγαπημένου του προσώτου του προκάλεσε βαθύ βασανισμό.
    2