Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βασανιστικός
-
βασανισμένος
-
βασανιστικό
-
βασανιστήριο
-
αφανισμός
-
μηχανισμός
-
οργανισμός
-
αυνανισμός
-
βανδαλισμός
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρία
δυσφορία
πόνος
ταλαιπωρία
4
Αντώνυμα
ανάπαυση
ανακούφιση
ευτυχία
ηρεμία
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή η κατάσταση του βασανισμού, δηλαδή η επίμονη και σκληρή ταλαιπωρία, είτε σωματική είτε ψυχική.
Μεταφορικά, η έντονη ψυχική δυσφορία ή αγωνία.
2
Παραδείγματα
Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν σκληρό βασανισμό.
Η απώλεια του αγαπημένου του προσώτου του προκάλεσε βαθύ βασανισμό.
2