1. Λέξη
    βαρύς (επίθετο) - (παρόμοια: βαρύτητα)
  2. Συνώνυμα
    • βαρύτονος
    • δύσκολος
    • επιβαρής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελαφρύς
    • εύκολος
    • ανάλαφρος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει μεγάλο βάρος.
    • Που προκαλεί δυσκολία ή δυσφορία.
    • Που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα ή σημαντικότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κιβώτιο ήταν πολύ βαρύ για να το σηκώσω μόνος.
    • Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν βαρύ λόγω της έντονης συζήτησης.
    • Οι βαρείς συνθήκες εργασίας έκαναν τη ζωή δύσκολη για τους εργαζόμενους.
    3