Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βγάζετε (ρήμα) - (παρόμοια:
βγάζω
)
Συνώνυμα
αφαιρείτε
εκβάλλετε
απομακρύνετε
3
Αντώνυμα
εισάγετε
τοποθετείτε
προσθέτετε
3
Ορισμός
Να αφαιρείτε κάτι από ένα συγκεκριμένο μέρος.
Να εκβάλλετε κάποιον από ένα χώρο ή θέση.
Να παράγετε ή να δημιουργείτε κάτι.
3
Παραδείγματα
Βγάζετε τα παπούτσια πριν μπείτε στο σπίτι.
Ο δάσκαλος βγάζει τον μαθητή από την τάξη.
Αυτό το εργοστάσιο βγάζει πολλά προϊόντα καθημερινά.
3