Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βγάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
βγάζετε
-
βγάζουν
-
βάζω
)
Συνώνυμα
αφαιρώ
εξάγω
απομακρύνω
3
Αντώνυμα
βάζω
εισάγω
τοποθετώ
3
Ορισμός
Να αφαιρέσω κάτι από ένα μέρος ή μια θέση.
Να παράγω ή να εκπέμπω κάτι, όπως φως ή θερμότητα.
Να απομακρύνω κάτι ή κάποιον από μια κατάσταση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Βγάζω τα ρούχα από την ντουλάπα.
Η λάμπα βγάζει πολύ φως.
Ο δάσκαλος βγάζει τον μαθητή από την τάξη.
3