1. Λέξη
    βγάζω (ρήμα) - (παρόμοια: βγάζετε - βγάζουν - βάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αφαιρώ
    • εξάγω
    • απομακρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βάζω
    • εισάγω
    • τοποθετώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφαιρέσω κάτι από ένα μέρος ή μια θέση.
    • Να παράγω ή να εκπέμπω κάτι, όπως φως ή θερμότητα.
    • Να απομακρύνω κάτι ή κάποιον από μια κατάσταση ή θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Βγάζω τα ρούχα από την ντουλάπα.
    • Η λάμπα βγάζει πολύ φως.
    • Ο δάσκαλος βγάζει τον μαθητή από την τάξη.
    3