Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βγάλεις (ρήμα) - (παρόμοια:
βγάλω
)
Συνώνυμα
αφαιρέσεις
ξεκολλήσεις
απομακρύνεις
3
Αντώνυμα
βάλεις
τοποθετήσεις
προσθέσεις
3
Ορισμός
Να αφαιρέσεις κάτι από μια θέση ή μια κατάσταση.
Να απομακρύνεις κάτι ή κάποιον από ένα συγκεκριμένο σημείο.
Να κάνεις κάτι να σταματήσει να υπάρχει ή να λειτουργεί.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να βγάλεις τα παλιά ρούχα από την ντουλάπα.
Μπορείς να βγάλεις το πρίζα από την πρίζα;
Ο γιατρός του είπε να βγάλει το κάπνισμα.
3