1. Λέξη
    βγάλω (ρήμα) - (παρόμοια: βγάλεις - βάλω)
  2. Συνώνυμα
    • αφαιρώ
    • απομακρύνω
    • ξεβγάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βάζω
    • τοποθετώ
    • εισάγω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφαιρέσω κάτι από μια θέση ή μια κατάσταση.
    • Να προκαλέσω κάτι να βγει από το εσωτερικό του.
    • Να απομακρύνω κάτι ή κάποιον από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να βγάλω τα ρούχα από το πλυντήριο.
    • Ο γιατρός πρότεινε να βγάλω τα σοκ από την καρδιά μου.
    • Μπορείς να βγάλεις το παιδί από την πισίνα;
    3